Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αυτός έχει ωραίες

  • 1 έμπνευση

    [-ις (-εως)] η
    1) внезапная мысль, неожиданная идея; озарение (книжн.);

    μου ήλθε η έμπνευση να... — меня осенила мысль...;

    2) вдохновение; творческий замысел; идея;

    ποιητική έμπνευση — поэтическое вдохновение;

    αυτός έχει ωραίες έμπνευσεις — у него бывают блестящие идеи;

    3) внушение (мнения, мыслей и т. п.);
    4) наущение, подстрекательство; инспирирование;

    κατ' έμπνευση άλλου — по чьему-л. наущению;

    5) совет, наставление

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έμπνευση

См. также в других словарях:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • εϋκνήμις — ἐϋκνήμις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραίες περικνημίδες (α. «ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ. β. «ἐϋκνήμιδες ἑταῑροι», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ.) ο καλά οπλισμένος 3. (για άμαξες κ.λπ.) αυτός που έχει ωραίες ακτίνες στους τροχούς («ἐϋκνήμις… …   Dictionary of Greek

  • καλλίγραμμος — η, ο 1. (για σχήματα) αυτός που έχει ωραίες γραμμές, ωραίο περίγραμμα 2. (για ανθρώπους και κυρίως για γυναίκες) αυτός που έχει αρμονικές γραμμές, ωραία σωματική διάπλαση και ωραίες αναλογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γραμμος (< γραμμή), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • εύκολπος — η, ο (ΑΜ εὔκολπος, ον) (για τόπους, ακτές κ.λπ.) αυτός που έχει καλούς κόλπους ή καλά λιμάνια αρχ. μσν. (για δίχτυ) αυτός που έχει ωραίες πτυχές αρχ. (για γυναίκα) αυτή που έχει ωραίο κόλπο («Κύπριδος εὐκόλποιο», Χριστόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ +… …   Dictionary of Greek

  • καλλιδίνης — καλλιδίνης, δωρ. τ. καλλιδίνας, ὁ (Α) αυτός που έχει ωραίες δίνες, ωραίες κυκλικές στροφές τού ρεύματος («Πηνειὸς ὁ καλλιδίνας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δίνης (< δίνη), πρβλ. ηερο δίνης, πορφυρο δίνης] …   Dictionary of Greek

  • ευπερίγραφος — η, ο (ΑΜ εὐπερίγρα φος, ον) 1. αυτός που είναι εύκολο να παρασταθεί σε σχήμα ή που περιγράφεται εύκολα 2. αυτός που έχει ωραίες τις εξωτερικές γραμμές, ωραίο σχήμα, ωραίο περίγραμμα 2. σύντομος, βραχύς. επίρρ... εὐπεριγράφως (Α) με ωραίο… …   Dictionary of Greek

  • εύκρηνος — εὔκρηνος, ον, επικ. τ. ἐΰκρηνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες 2. αυτός που αρδεύεται καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρηνος (< κρήνη), πρβλ. αγχί κρηνος, καλλί κρηνος] …   Dictionary of Greek

  • ευάκτιν — εὐάκτιν ( ινος), ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραίες, λαμπρές ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άκτιν (< ακτίς), πρβλ. χρυσ άκτιν] …   Dictionary of Greek

  • ευάμπυξ — εὐάμπυξ ( υκος), ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραίες ταινίες στο κεφάλι («εὐάμπυκες Μοῑσαι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άμπυξ «ταινία, διάδημα»] …   Dictionary of Greek

  • ευαγκής — εὐαγκής (και ποιητ. τ. τού θηλ. εὐάγκεια), ές (Α) αυτός που έχει ωραίες κοιλάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγκής (< άγκος «κοιλάδα»), πρβλ. βαθυ αγκής] …   Dictionary of Greek

  • ευμέλαθρος — εὐμέλαθρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίες αίθουσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μέλαθρον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»